ἐμπίεσμα

ἐμπίεσμα
ἐμπίεσμα
depressed cranial fracture
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εμπίεσμα — το (AM ἐμπίεσμα) 1. αυτό που έχει προκληθεί από πίεση προς τα μέσα 2. κάταγμα πλατέος οστού με υποχώρηση τού σπασμένου τμήματος προς τα μέσα νεοελλ. θλάση ή εκδορά στην εσωτερική επιφάνεια τών πίσω ποδιών τού ίππου …   Dictionary of Greek

  • ἐμπιέσμασιν — ἐμπίεσμα depressed cranial fracture neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπιέσματος — ἐμπίεσμα depressed cranial fracture neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”